- ἐνηδύνουσα
- ἐνηδύ̱νουσα , ἐνηδύνωcheerpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενηδύνω — ἐνηδύνω (AM) προκαλώ ευχάριστο συναίσθημα, τέρπω, ευχαριστώ κάποιον ή κάτι «λύρα... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία) … Dictionary of Greek